- ὀξυγωνιότης
- ὀξυ-γωνιότης, ητος, ἡ,A a being acute-angled, Apollod.Poliorc.159.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξυγωνιότης — ὀξυγωνιότης, ἡ (Α) [οξυγώνιος] η ιδιότητα τού οξυγώνιου … Dictionary of Greek
ὀξυγωνιότης — a being acute angled fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)